εκπολιτιστικός

εκπολιτιστικός
-ή, -ό
επίρρ. που συντελεί στον εκπολιτισμό: Εκπολιτιστικά έργα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκπολιτιστικός — ή, ό αυτός που συμβάλλει στον εκπολιτισμό …   Dictionary of Greek

  • Loutrochori — Λουτροχώρι …   Deutsch Wikipedia

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • εξημερωτικός — ή, ό που μπορεί να εξημερώνει, κατευναστικός, εκπολιτιστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”